- λῃστοδόχος
- λῃστο-δόχος, Räuber aufnehmend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ληστοδόχος — λῃστοδόχος, ον (Α) αυτός που δέχεται τους ληστές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ληστής + δόχος (< δέχομαι), πρβλ. αιματο δόχος, σηματο δόχος] … Dictionary of Greek